Καταδικασμένοι στη φτώχεια οι Έλληνες, λέει το ΔΝΤ


Τούτο καθώς θεωρούν πως ακόμα και στο πιο αισιόδοξο σενάριο, όπου η οικονομία αντιδράσει καλύτερα του αναμενόμενου και οι ρυθμοί ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα καταφέρουν να υπερβούν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τα επίπεδα διαβίωσης των Ελλήνων θα υπολείπονται αρκετά των Ευρωπαίων για τις επόμενες δεκαετίες.

Στο πιο αισιόδοξο σενάριο το λοιπόν το Ταμείο εκτιμά ότι τα επίπεδα διαβίωσης των Ελλήνων θα μπορούσαν να φθάσουν περίπου στο 77% του ευρωπαϊκού μ.ο., όσο περίπου ήταν το 2009, μέχρι το 2040. Παράλληλα θα χρειαζόταν πενήντα χρόνια περίπου ώστε το κατα κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας μας να φθάσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο!

Υπάρχει όμως και το βασικό σενάριο, στο οποίο οι τεχνοκράτες του Ταμείου πιστεύουν περισσότερο. Σε αυτό εκτιμάται ότι η ελληνική οικονομία θα καταγράφει μακροπρόθεσμα ανάπτυξη μόλις 1% το χρόνο! Την ίδια στιγμή εκτιμούν ότι την περίοδο 2022 – 2040 ο ευρωπαϊκό μ.ο. ανάπτυξης θα είναι 1,3%.
Σε αυτή την περίπτωση, και καθώς λαμβάνεται υπόψη το κατα κεφαλήν ΑΕΠ εκτιμάται ότι μέχρι το 2040 τα επίπεδα διαβίωσης των Ελλήνων μετά βίας θα είναι στο 63% του ευρωπαϊκού μ.ο.! Τα πράγματα μάλιστα θα ήταν χειρότερα εάν στους υπολογισμούς δεν λαμβάνονταν υπόψη, σύμφωνα με το Ταμείο, η συρρίκνωση του πληθυσμού… Άρα, σύμφωνα με το Ταμείο, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα κρατηθεί σε σχετικά υψηλότερα επίπεδα, αφού λιγότεροι θα «μοιράζονται» το ετήσιο αποτέλεσμα!
Υπάρχει όμως και ένα απαισιόδοξο σενάριο το σημειώνει πως εάν τελικά η εφαρμογή των πολιτικών δεν επιφέρει τα αναμενόμενα τότε και τα επίπεδα διαβίωσης θα επηρεαστούν σημαντικά. Συγκεκριμένα στο απαισιόδοξο σενάριο η αύξηση του ΑΕΠ για φέτος είναι μόλις 1,1% και ακολούθως οι επιδόσεις για τα επόμενα χρόνια υποδεέστερες της βασικής εκτίμησης
Σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με το newmoney.gr το Ταμείο, εκτιμά ότι τα επίπεδα διαβίωσης των Ελλήνων θα συνεχίσει την πτωτική του πορεία, αφού η «ψαλίδα» με την υπόλοιπη Ευρώπη θα συνεχίζεται, με αποτέλεσμα να φθάσουν το 2040 το 55% του ευρωπαϊκού μ.ο.
Οι βασικές παραδοχές της έκθεσης του Ταμείου είναι ότι το ελληνικό χρέος παραμένει «εξαιρετικά μη βιώσιμο» και προτείνονται συγκεκριμένα μέτρα για την μείωσή του, όπως η σταθεροποίηση των επιτοκίων σε επίπεδο μέχρι 1,5% για 30 χρόνια με παράλληλη επέκταση της ωρίμανσης των ελληνικών ομολόγων μέχρι το 2070.
Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι οι μέχρι σήμερα μειώσεις των συντάξεων υπολογίζονται στο 1% του ΑΕΠ ενώ τονίζεται ότι το συνταξιοδοτικό σύστημα έχει έλλειμμα 11% και εμμέσως προτείνει νέο κούρεμα των συντάξεων.
Η ομάδα της κυρίας Βελκουλέσκου εκτιμά ότι θα χρειαστεί «μαξιλαράκι» 10 δισεκατομμυρίων για πιθανή νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ευθέως εκφράζει την άποψη ότι η προσπάθεια των Ευρωπαίων να επιβάλλουν στόχο για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% για μια 10ετία, δεν μπορεί να βγει στην πράξη και τάσσεται υπέρ της μείωσης των φόρων με παράλληλη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, δηλαδή μείωση του αφορολόγητου ορίου.
Μείγμα υπερφορολόγησης με φόρους σε περιορισμένη κλίμακα
Σύμφωνα με το Ταμείο, η δημοσιονομική πολιτική που στηρίζεται σε υψηλούς φόρους, σε περιορισμένη φορολογική βάση και σε περιορισμό δαπανών που είναι συγκυριακός και επιλεκτικός κι η οποία (σσ η δημοσιονομική πολιτική) δεν στηρίζεται σε μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη.
Επιπλέον πρόκειται για πολιτική αντιαναπτυξιακή και γι” αυτό το λόγο θέτει θέματα αξιοπιστίας.
Ταυτόχρονα, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν είναι επαρκείς για να μειώσουν τα χρέη προς τις τράπεζες και τα χρέη των ιδιωτών προς τις φορολογικές αρχές του δημοσίου, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πιέσεις στην ανάπτυξη και στην ανταγωνιστικότητα.

Συστάσεις

Η κύρια σύσταση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι ότι θα πρέπει να υιοθετηθούν πολιτικές ουδέτερες δημοσιονομικά που θα οδηγούν σε μείωση φόρων και διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ο εξορθολογισμός της δαπάνης για συντάξεις και αντιθέτως η εστίαση σε δαπάνες που απευθύνονται στις πλέον ευάλωτες ομάδες βελτιώνοντας ταυτόχρονα τις συνθήκες για επενδύσεις και ανάπτυξη.

Εις ό,τι αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPL’s) επισημαίνεται ότι δεν έχουν υιοθετηθεί πλήρως οι κατευθύνσεις για μείωση των λεγόμενων κόκκινων δανείων, με αποτέλεσμα αυτό να οδηγήσει σε περιορισμό της πιστωτικής επέκτασης στον υγιή ιδιωτικό τομέα και σε εξασθένηση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών.